- Ῥοδοσκάρφα
- Ῥοδοσκάρφα, title of a deity in Cyprus, Berl.Sitzb.1911.639 ([place name] Rantidi); cf. σκαρφᾶσθαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ροδοσκάρφα — ἡ, Α τίτλος θεότητας στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σκαρφα (πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. σκαρφᾶσθαι σκεδάννυσθαι)] … Dictionary of Greek